- εξομολογούμαι
- avouer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εξομολογούμαι — εξομολογούμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. εξομολογιέμαι Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐξομολογοῦμαι — ἐξομολογέομαι confess pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξομολογέομαι confess pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξομολογώ — (AM ἐξομολογῶ, έω) [εξομολόγος] Ι. ακούω την εξομολόγηση, την αποκάλυψη τών αμαρτημάτων κάποιου ΙΙ. μέσ. εξομολογούμαι (AM ἐξομολογοῡμαι, έομαι) 1. ομολογώ τα αμαρτήματά μου στον πνευματικό για να συγχωρηθούν 2. ομολογώ, αποκαλύπτω νεοελλ.… … Dictionary of Greek
εξομολογάω — / εξομολογώ (παρατατ. ούσα), εξομολόγησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο. Το ρ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομολογιέμαι — εξομολογιέμαι, εξομολογήθηκα, εξομολογημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξομολογώ — εξομολογώ, εξομολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. εξομολογάω Σημειώσεις: εξομολογώ, εξομολογάω, εξομολογούμαι, εξομολογιέμαι : η κλίση σε άω, ιέμαι κυρίως στον απλό προφορικό λόγο (βλέπε και ξομολογάω). Η κλίση κατά το θεωρώ συνηθίζεται περισσότερο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
(ε)ξαγορεύω — (ε)ξαγόρεψα, (ε)ξαγορεύτηκα, μτβ. 1. (για ιερέα), εξομολογώ κάποιον. 2. το μέσ., (ε)ξαγορεύομαι εξομολογούμαι τα κρίματά μου στον ξαγορευτή (τον εξομολόγο, τον πνευματικό). ξαγορεύω ξαγόρεψα, ξαγορεύτηκα 1. μτβ., εξομολογώ κάποιον. 2. αμτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
εκμαρτυρώ — ἐκμαρτυρῶ ( έω) (Α) 1. μαρτυρώ, καταθέτω 2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι 3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας … Dictionary of Greek
εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… … Dictionary of Greek